Βίντεο απο την παρουσίαση του βιβλίου για την αθλητιατρική του Δρ. Ξεν. Ρούσση Αθλητιατρική-Θεωρία-Πράξη-Θεραπεία
"Ομπρέλα Υγείας-Ομπρέλα Ζωής " Σπότ του ΙΣΑ για την πρόληψη των λοιμώξεων του αναπνευστικού.
ΒΙΝΤΕΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΡΚΙΝΟ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΥ ΜΕ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ
Βίντεο της συνενέτευξης τύπου για τα αντιβιοτικά
Βίντεο εκδήλωσης ΙΣΑ για το claw back στη ΠΦΥ
Ενημερωτική Ημερίδα με θέμα Ελληνική Ιπποκράτεια Ιατρική – Παραδοσιακή Κινέζικη Ιατρική (BINTEO)
ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΜΑΣ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ (BINTEO)
ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΗΜΕΡΑΣ ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΑΣ DoI2023
Ημερίδα ΙΣΑ "Ιατρικός Τουρισμός – Προοπτικές για το μέλλον"
Μάρτιος - Παγκόσμιος μήνας για την Πρόληψη του Καρκίνου του Παχέος Εντέρου
Υβριδική Ενημερωτική Ημερίδα με θέμα «Η ψηφιοποίηση στην Υγεία»
Σύσκεψη της Επιστημονικής Επιτροπής του ΙΣΑ, με τη συμμετοχή των εκπροσώπων ΣΦΕΕ, ΠΕΦ και ΕΟΔΥ
Εκλογές ΙΣΑ 16-17/10/2022
Βίντεο για την δράση του ΙΣΑ
Ημερίδα ΙΣΑ "H ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΙΑΤΡΟΥ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΥΓΕΙΑΣ"
Βίντεο του ΙΣΑ, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Υγείας

e-ΙΣΑ

SKonica Pri23121815480 1

Ο Παναγιώτης Λ. Σίδερης είναι Παθολόγος ιατρός και διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 2021 ξεκίνησε τη μεταδιδακτορική του έρευνα στη Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ, με θέμα «Η ιστορία της Φαρμακολογίας – Θεραπεία του άγχους από την κλασική αρχαιότητα μέχρι σήμερα». Άρθρα και μελέτες του έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικά και ξένα επιστημονικά περιοδικά. Ο «ψυχοσωματικός» παράγων των ασθενειών: Από την αρχαιότητα έως τον 20ό αιώνα αποτελεί το πρώτο του βιβλίο.

Η ψυχοχωματική ιατρική δίνει έμφαση στην ενότητα του ψυχικού οργάνου και σώματος και στη μεταξύ τους αλληλεπίδραση. Ασχολείται με τη σχέση ανάμεσα στους ψυχολογικούς και τους σωματικούς παράγοντες, στην αιτιολογία και τη διατήρηση της νοσολογικής κατάστασης.

Στόχος του παρόντος βιβλίου είναι η ανάδειξη της επίδρασης, η διερεύνηση και ο καθορισμός του όρου «Ψυχοσωματικός Παράγων» στην εμφάνιση και θεραπεία των ασθενειών του πεπτικού συστήματος καθώς και η ιστορική εξέλιξη του όρου «Ψυχοσωματικός» στην ιατρική έρευνα και βιβλιογραφία κυρίως στον 19ο και τον 20ο αιώνα σε βιβλία Παθολογίας και Ψυχιατρικής.

 

 

 

 

 

 

 

sideris front

sideris back

   

Αν και η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ) αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο του ιδρυτικού νόμου του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ), σαράντα χρόνια μετά αποτελεί ακόμα το διαρκές ζητούμενο.

Μεταξύ άλλων, ο δογματικός αποκλεισμός του ιδιωτικού τομέα σε μια εποχή που οι γιατροί «περίσσευαν», υπονόμευσε τη λειτουργία δομών ΠΦΥ, ιδίως στα αστικά κέντρα. Όλα αυτά τα χρόνια η ΠΦΥ στις αστικές περιοχές έμεινε κατά κύριο λόγο στα χέρια των ιδιωτικών ιατρείων και εργαστηρίων. Μετά τη δεκαετία του ’90 προστέθηκαν τα Διαγνωστικά Κέντρα και μεταγενέστερα τα ιδιωτικά Πολυϊατρεία.

Τα Κέντρα Υγείας, κυρίως αγροτικού τύπου, λίγο συνέβαλαν στην αποσυμφόρηση των νοσοκομείων και τον αποκλειστικό προσανατολισμό τους στην τριτοβάθμια φροντίδα υγείας. Δηλαδή τα νοσοκομεία εξακολουθούσαν και εξακολουθούν να παρέχουν υπηρεσίες ΠΦΥ!

Το Κέντρα Υγείας αστικού τύπου που λειτουργούν κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, έστω με πολλά προβλήματα, έχουν επιβεβαιώσει την ανάγκη περαιτέρω ανάπτυξης και εξάπλωσης αυτών των δομών.

Η πρόσφατη διετής πανδημία απέδειξε περίτρανα την αξία και τη συμβολή των δομών ΠΦΥ, κρατικών και ιδιωτικών, στη σημασία της παροχής της ΠΦΥ από τις αντίστοιχες δομές και όχι από τα τριτοβάθμια νοσοκομεία!

Η αξιοποίηση αυτής της εμπειρίας αποτελεί την αδήριτη ανάγκη περαιτέρω ανάπτυξης των δομών ΠΦΥ!

Το ερώτημα είναι πώς και από ποιους;  Η απάντηση είναι σαφής και κατηγορηματική:

Επειδή προφανώς καμιά μεταρρύθμιση (αν θέλει να πετύχει) δε μπορεί να αγνοήσει την υπάρχουσα κατάσταση (αυτή δηλαδή που περιέγραψα παραπάνω), κάθε λύση θα πρέπει να συμπεριλάβει όλες τις υπάρχουσες δομές, τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα.

Όσον αφορά στον ιδιωτικό τομέα, θα πρέπει οι υπηρεσίες τους να είναι συνδεδεμένες και αποδεκτές από τον ΕΟΠΥΥ, ισότιμα με αυτές των δομών του δημόσιου τομέα με βάση ενιαίο τιμολόγιο και μηχανογραφικό έλεγχο.

Όμως πολύ κρίσιμο ζήτημα αποτελεί η οργάνωση και η λειτουργία όλων των δημόσιων δομών, παλαιών και νέων.

Δύο βασικές έννοιες θα πρέπει να διέπουν την οργάνωση και λειτουργία τους:

Πρώτη έννοια, η διασύνδεση και εξάρτηση τους από την Τοπική Αυτοδιοίκηση, και πρώτου και δευτέρου βαθμού.

Αυτό απλά σημαίνει ότι η κάθε δομή ΠΦΥ όχι μόνο απευθύνεται στους κατοίκους μιας περιοχής, αλλά αποτελεί κομμάτι της και παρέχει υπηρεσίες τόσο κοινές (όπως όλες οι αντίστοιχες δομές) όσο και ξεχωριστές, που καθορίζονται από τις ιδιαιτερότητες της πληθυσμιακής σύνθεσης κάθε τοπικής κοινωνίας.

Ακόμη, μ’ αυτόν τον τρόπο η σύνδεση δημόσιου και ιδιωτικού τομέα παίρνει ένα πιο τοπικό χαρακτήρα και οι επαγγελματίες υγείας, είτε του δημοσίου είτε του ιδιωτικού τομέα, προέρχονται από την ίδια τοπική κοινωνία.

Δεύτερη έννοια, ο τρόπος διεύθυνσης και διαχείρισης των δομών ΠΦΥ του δημόσιου τομέα.

Εδώ θεωρώ ότι χρειάζεται μια διαφορετική αντίληψη και ανατροπή των μέχρι τώρα ταμπού!
Κάθε δομή αποτελεί μια μικρή επιχειρησιακή Μονάδα, η λειτουργία της οποίας βασίζεται στα πρότυπα των ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών οργανισμών.

Αυτό απλά σημαίνει ότι η στελέχωση, η παροχή υπηρεσιών, η κατανάλωση ειδών και οι αμοιβές θα πρέπει να εναρμονίζονται με τα έσοδα (τα οποία εν πολλοίς καθορίζονται από την τιμολόγηση του ΕΟΠΥΥ), χωρίς να έχουν ως αντικείμενο και αυτοσκοπό το κέρδος.

Η υλοποίηση αυτής της πρότασης απαιτεί εξειδίκευση και κοστολόγηση, τόλμη και αποφασιστικότητα.

Τάσος Χατζής
Παιδίατρος – Εντατικολόγος
Μέλος ΔΣ του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών

Από την έναρξη της πανδημίας φάνηκε ο σημαντικός ρόλος των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας [ΜΕΘ]. Τόσο η σοβαρότητα όσο και η πολυπλοκότητα της νόσου απαίτησε τη συμβολή των ΜΕΘ στην αντιμετώπιση των βαριά πασχόντων ασθενών. Η επάρκεια και η αποτελεσματικότητα των ΜΕΘ τέθηκε αυτόματα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος.

Η αύξηση των κλινών ΜΕΘ απετέλεσε άμεση προτεραιότητα, είτε με την προσθήκη κλινών στις ήδη λειτουργούσες ΜΕΘ (κυρίως), είτε με τη δημιουργία νέων ΜΕΘ (λιγότερο). Αδρά διπλασιάστηκε ο αριθμός των διαθέσιμων κλινών ΜΕΘ και για τη νοσηλεία ασθενών με COVID – 19.

Δύο χρόνια μετά την έναρξη της πανδημίας υπάρχουν επαρκή δεδομένα για να αξιολογήσουμε τη συμβολή των ΜΕΘ στην αντιμετώπιση των βαριά πασχόντων ασθενών. Αναπόφευκτα το ποσοστό επιβίωσης των ασθενών με COVID – 19 που νοσηλεύτηκαν σε ΜΕΘ, αποτελεί το επίκεντρο ειδικού ενδιαφέροντος.   

Όμως η έκβαση ενός ασθενούς με COVID – 19, ως συνέπεια της βαριάς νόσου,  εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, αυτούς που συνοπτικά θα αναλύσουμε στη συνέχεια:

1ον Η παθογονικότητα του στελέχους. Από την παραλλαγή ΑΛΦΑ, στη ΒΗΤΑ και μετά στη ΔΕΛΤΑ αυξάνεται, ενώ στην ΟΜΙΚΡΟΝ μειώνεται. Αυτό σημαίνει ότι η βαρύτητα της νόσησης των ασθενών που προσβλήθηκαν από τον Sars-Cov 2 εξαρτώταν  από την κάθε παραλλαγή του ιού.

2ον Η κατάσταση της υγείας του ασθενούς. Η αύξηση της ηλικίας (κυρίως οι μεγάλες ηλικίες), η παχυσαρκία, οι χρόνιες παθήσεις (διαβήτης, υπέρταση, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, καρδιο-αγγειακή νόσος, νεοπλασίες, ανοσοανεπάρκεια – ανοσοκαταστολή) προδιαθέτουν σε πιο βαριά νόσηση. Είναι σαφές ότι κάθε μία από τις παραπάνω νοσηρές καταστάσεις αποτελεί είτε μόνη της είτε σε συνδυαμό, παράγοντα αυξημένου κινδύνου θανάτου.

3ον Ο εμβολιασμός. Ο μη εμβολιασμένος είχε (ανάλογα και με την παραλλαγή) δεκαπλάσια ίσως και μεγαλύτερη επικινδυνότητα για βαριά νόσο, άρα ανάγκη νοσηλείας στη ΜΕΘ, καθώς και διασωλήνωσης με μηχανική υποστήριξη της αναπνοής σε σχέση με τον εμβολιασμένο ασθενή. Κατά την περίοδο που υπερίσχυσε η παραλλαγή Δέλτα παρατηρείται μικρή αύξηση της αναλογίας εμβολιασμένων προς μη εμβολιασμένους, όσον αφορά στη βαριά νόσηση. Δηλαδή περισσότεροι εμβολιασμένοι ασθενείς χρειάζονται διασωλήνωση και μηχανικό αερισμό σε σχέση με τις προηγούμενες περιόδους. Αυτό οφείλεται στο αυξημένο ποσοστό των εμβολιασμένων, μερικοί από τους οποίους είναι ηλικιωμένοι ή/και με άλλους παράγοντες υψηλού κινδύνου, οι οποίοι εξ ίσου  προδιαθέτουν στη βαριά νόσηση, αλλά και στην ελαφρώς μικρότερη αποτελεσματικότητα των διαθέσιμων εμβολίων έναντι της παραλλαγής Δέλτα.

4ον Η νοσηλεία του βαριά πάσχοντα στη ΜΕΘ. Εδώ υπεισέρχεται ο παράγων ΜΕΘ μαζί με τη διασωλήνωση και το μηχανικό αερισμό, που συνιστούν τη μέγιστη προσπάθεια διάσωσης των βαριά πασχόντων ασθενών, η οποία όμως ενέχει και κάποιους κινδύνους. Άρα σε κάθε περίπτωση συγκρίνεται το όφελος με τη βλάβη, ως η τελική εξίσωση του αποτελέσματος της νοσηλείας στη ΜΕΘ.

Ως προς αυτήν την εξίσωση μπορεί κανείς να πει χωρίς ενδοιασμό ότι η διασωλήνωση όλων των ασθενών με COVID – 19, όταν δε λαμβάνονται υπ’ όψη οι επιβαρυντικοί παράγοντες των ασθενών, δε συνοδεύεται απαραίτητα από επιτυχή έκβαση, δηλαδή την επιβίωση τους. Και τούτο γιατί η υποκείμενη πάθηση σε κάποιους από αυτούς συμβάλλει στο δυσμενές αποτέλεσμα. Το πρόβλημα αυτό αποτελεί μείζον ζήτημα ιατρικής βιοηθικής, που στη χώρα μας ακόμη δεν έχει πλήρως λυθεί. Όμως το θέμα αυτό, δηλαδή η διαλογή ασθενών που θα εισαχθούν ή όχι στη ΜΕΘ, θα πρέπει να τίθεται με κριτήρια καθαρά επιστημονικά και όχι ως απόρροια της έλλειψης κλινών ΜΕΘ.

Τρία βασικά ερωτήματα θα πρέπει να τίθενται πριν από την εισαγωγή του ασθενούς στη ΜΕΘ, τα οποία να συμβάλουν στην τελική απόφαση:

  1. Είναι το οξύ πρόβλημα του ασθενούς αναστρέψιμο;
  2. Είναι ο ασθενής βιώσιμος μετά την παρέλευση του επεισοδίου;  
  3. Αναμένεται βελτίωση της κατάστασης του μετά τη νοσηλεία στη ΜΕΘ;  

Εναλλακτικά σήμερα η πρόοδος της Ιατρικής επιστήμης προσφέρει τη δυνατότητα ανακούφισης με αναλγησία, αγχόλυση κλπ (παρηγορητική Ιατρική), η οποία συμβάλει στην άμβλυνση των  βασανιστικών συμπτωμάτων σε ασθενείς χωρίς προσδόκιμο επιβίωσης.

Τέλος, επικεντρώνοντας στις ΜΕΘ, θα πρέπει να αναλύσουμε κάποιες βασικές πλευρές της λειτουργίας τους, που έχουν άμεση επίπτωση στη νοσηλεία των ασθενών, παρουσιάζοντας τα κύρια δεδομένα τους:

(α) η ασφαλής και αποτελεσματική λειτουργία των ΜΕΘ εδράζεται στον άξονα ποσοτική και ποιοτική επάρκεια προσωπικού και τεχνολογικού εξοπλισμού.

Αυτό σημαίνει ότι αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση η εξασφάλιση ικανού αριθμού ιατρών και νοσηλευτών, εξειδικευμένων στην Εντατικολογία, μαζί με τη διαθεσιμότητα σύγχρονου και επαρκούς εξοπλισμού, φαρμάκων, υλικών, κλπ, σύμφωνα με τις ελάχιστες (διεθνείς) προϋποθέσεις λειτουργίας των ΜΕΘ.

Επισημαίνεται, ότι η νοσηλεία διασωληνωμένων ασθενών εκτός ΜΕΘ έχει αυξημένο κίνδυνο θανάτου, ακόμη κι εξ αιτίας ενός απλού συμβάντος (π.χ τυχαία αποδιασωλήνωση), καθ’ ότι οι συνθήκες νοσηλείας εκεί δεν είναι ασφαλείς και επομένως αντενδείκνυται.

(β) αυτή καθ’ εαυτή η νοσηλεία στη ΜΕΘ από μόνη της δεν καθορίζει την έκβαση του ασθενούς. Αναμφίβολα ή ποσοτική και ποιοτική επάρκεια της κάθε ΜΕΘ παίζει σημαντικό ρόλο. Όμως σ’ αυτή προστίθεται η συνολική δυνατότητα και συμβολή στη διαγνωστική και θεραπευτική προσέγγιση των ασθενών των ΜΕΘ από όλο το νοσοκομείο.

Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η δυνατότητα της κάθε ΜΕΘ (σε συνάρτηση και με το νοσοκομείο στο οποίο ανήκει) στην αντιμετώπιση των βαριά πασχόντων ασθενών εξαρτάται από τη συσσωρευμένη της εμπειρία, που έμμεσα υποδεικνύεται από τον αριθμό των κλινών, τον αριθμό και τη βαρύτητα των ασθενών που νοσηλεύει, καθώς και από το φάσμα των νοσολογικών οντοτήτων που καλύπτει.

(γ) η αυξημένη συχνότητα νοσοκομειακών λοιμώξεων και μάλιστα από πολυανθεκτικά στελέχη, που χαρακτηρίζει το ελληνικό νοσοκομειακό περιβάλλον, αποτελεί την κορυφή ενός παγόβουνου, που ονομάζεται υπερβολική συνταγογράφηση και κατανάλωση αντιβιοτικών από όλες τις βαθμίδες των υπηρεσιών υγείας. Αυτή συνιστά την κύρια, αν όχι την αποκλειστική αιτία του υψηλού ποσοστού πολυανθεκτικών στελεχών, που ενδημούν στα ελληνικά νοσοκομεία, με αποκορύφωση στις ΜΕΘ, γιατί προφανώς εκεί καταλήγουν οι βαριά πάσχοντες ασθενείς, αποικισμένοι συνήθως με πολυανθεκτικά μικρόβια.

Η συμβολή τους στη δυσμενή έκβαση ασθενών στη ΜΕΘ είναι δεδομένη, αλλά αφορά κυρίως αυτούς, των οποίων η βασική νόσος δεν επιδέχεται θεραπεία. Έτσι αναπόφευκτα οι περισσότεροι ασθενείς, που δεν απελευθερώνονται από τον αναπνευστήρα στη ΜΕΘ, πεθαίνουν από νοσοκομειακή λοίμωξη. 

Ολοκληρώνοντας την ανασκόπηση μας αυτή, παραθέτουμε μια σειρά προτάσεων, που πιστεύουμε ότι θα πρέπει να αποτελέσουν τον οδικό χάρτη της πολιτικής υγείας που θα πρέπει να ακολουθήσουμε έναντι της πανδημίας, που δυστυχώς συνεχίζεται:

Α. Ο εμβολιασμός παραμένει το ισχυρότερο όπλο πρόληψης της COVID – 19, λαμβάνοντας επί πλέον υπόψιν ότι οι άλλοι επιβαρυντικοί παράγοντες που αφορούν στους ασθενείς, δεν καταπολεμώνται εύκολα.

Β. Η διαλογή των ασθενών που θα υποστηριχθούν στη ΜΕΘ, διαδικασία δύσκολη, θα πρέπει να αποτελεί προϊόν συλλογικής επιστημονικής προσέγγισης, ακολουθώντας τα δεδομένα της Ιατρικής που βασίζεται σε τεκμηριωμένες αποδείξεις (Evidence Based Medicine).

Γ. Η ποσοτική και ποιοτική επάρκεια των ΜΕΘ συμβάλλει θετικά στη θεραπεία των «βιώσιμων» ασθενών. Ιδιαίτερα η σωστή σχέση νοσηλευτών προς ασθενείς βοηθά στην ποιοτική φροντίδα και την ελάττωση των νοσοκομειακών λοιμώξεων με άμεση επίπτωση την αυξημένη επιβίωση των ασθενών. Σ’ αυτήν επιδρά θετικά η έγκαιρη έναρξη φυσικής αποκατάστασης και η ταχεία διακίνηση των ασθενών εκτός της ΜΕΘ.  

Δ. Καταμέτρηση των αναγκών σε κλίνες ΜΕΘ εντός κι εκτός της πανδημίας κατά τα διεθνή πρότυπα και δημιουργία πάγιου σχεδίου ανάπτυξης κλινών ΜΕΘ, κάθε φορά που θα υπάρχει ανάγκη.

  • Δρ Αναστάσιος Χατζής Παιδίατρος – Εντατικολόγος
    Πρώην Συντονιστής – Διευθυντής ΜΕΘ Νοσοκομείου Παίδων Η ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ
    Μέλος ΔΣ Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών
  • Δρ Απόστολος Κομνός Αναισθησιολόγος – Εντατικολόγος
    Συντονιστής – Διευθυντής ΜΕΘ Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας
  • Δρ Ιωάννης Κεχρής Χειρουργός – Εντατικολόγος
    Διευθυντής ΜΕΘ Νοσοκομείου ‘Ερρίκος Ντυνάν»
    Αντιπεριφερειάρχης Δημόσιας Υγείας & Κοινωνικής Μέριμνας Περιφέρειας Αττικής
    Μέλος ΔΣ Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών
  • Δρ Γεώργιος Μπαλτόπουλος
    Ομότιμος Καθηγητής Εντατικολογίας – Πνευμονολογίας ΕΚΠΑ

 

 

Είναι εμφανές ότι η οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας ανέτρεψε εκ βάθρων τον ιατρικό χάρτη της χώρας μας.
Η ελάττωση των αποδοχών των νοσοκομειακών ιατρών (κατά προσέγγιση στο 50%) μαζί με τα δομικά και λειτουργικά προβλήματα των νοσοκομείων οδήγησε πολλούς Έλληνες ιατρούς προς την έξοδο από το Εθνικό Σύστημα Υγείας, είτε προς άλλες ευρωπαϊκές χώρες, είτε προς τον ιδιωτικό τομέα.
Τούτο είχε ως συνέπεια τόσο την ποσοτική όσο και την ποιοτική υποβάθμιση της ιατρικής κάλυψης των δημόσιων νοσοκομείων.

Το πρώτο είναι σαφές γιατί αναφέρεται στη σταδιακή δημιουργία κενών θέσεων στις περισσότερες ειδικότητες σε όλα σχεδόν τα νοσοκομεία.
Το δεύτερο θα γίνει κατανοητό αν λάβουμε υπ’ όψη μας ότι η συνεχής αποδυνάμωση του ΕΣΥ από έμπειρους ιατρούς λόγω παραίτησης ή αφυπηρέτησης χωρίς την ομαλή αντικατάσταση τους με νέους, οδήγησε στη δημιουργία ενός ηλικιακού χάσματος, που ουσιαστικά στέρησε τη μεταλαμπάδευση της γνώσης και της εμπειρίας από τους παλαιότερους προς τους νεότερους!

Η πανδημία κατά την τελευταία διετία επιδείνωσε κατά δραματικό τρόπο την κατάσταση αυτή, επιβαρύνοντας υπέρμετρα το ιατρικό έργο, το οποίο όμως άλλαξε χαρακτήρα: τα πιο πολλά νοσοκομεία μας εξελίχθηκαν εκ των πραγμάτων σε νοσοκομεία μιας νόσου (COVID 19)!
Συνέπεια αυτής της αναγκαστικής προσαρμογής σε συνδυασμό με την οικονομική υποβάθμιση του ιατρικού επαγγέλματος είναι πλέον η συνεχής φυγή των αποφοίτων των Ιατρικών Σχολών μας, οι οποίοι αναζητούν νοσοκομεία του εξωτερικού για την ειδίκευση τους, όπου και θα παραμείνουν για να ασκήσουν την ειδικότητα τους.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν υπάρχουν λύσεις για την αναστροφή αυτής της κατάστασης.
Και βέβαια υπάρχουν με τη μόνη προϋπόθεση όλοι, πολιτεία και κοινωνία να είμαστε έτοιμοι να τις αποδεχθούμε.

Οι λύσεις για τα νοσοκομεία

Στη συνέχεια θα απαριθμήσω κάποιες προτάσεις, που πιστεύω ότι μπορούν να βοηθήσουν στη λύση του προβλήματος. Σίγουρα δεν είναι οι μοναδικές ούτε οι καλύτερες. Μαζί με άλλες, που ελπίζω «να πέσουν στο τραπέζι», μπορούμε όλοι μαζί να βρούμε την «έξοδο από αυτό το τούνελ».

Οι λύσεις που προτείνονται μπορούν να διαβαθμιστούν σε άμεσες, ενδιάμεσες και απώτερες.
Στις άμεσες λύσεις η όσο το δυνατό περισσότερη στελέχωση των νοσοκομείων με προσλήψεις ιατρών είναι «εκ των ων ουκ άνευ», όμως η πραγματικότητα είναι ότι προκηρύσσονται θέσεις και δεν υπάρχουν υποψήφιοι!

Ως εκ τούτου η συνεργασία και η μείξη των ιατρών του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα με όρους και κανόνες είναι μια ρεαλιστική λύση (υπάρχουν αναλυτικές εισηγήσεις για το πώς αυτή μπορεί να εφαρμοστεί).
Σε κάθε περίπτωση η άμεση / έμμεση αύξηση των αποδοχών των ιατρών θα αποτελέσει ένα κίνητρο, που θα οδηγήσει και στον επαναπατρισμό κάποιων Ελλήνων ιατρών από το εξωτερικό (ενδιάμεση λύση).

Επειδή όμως η λύση αυτή δεν οδηγεί στη σε βάθος χρόνου δημιουργία δεξαμενής νέων ιατρών, θα πρέπει να ανακαλύψουμε νέες λύσεις, που όμως σε όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι ήδη παλιές και δοκιμασμένες.

Αναφέρομαι απλά στη σύσταση θέσεων αλλοδαπών φοιτητών Ιατρικής, υπότροφων του ελληνικού κράτους, οι οποίοι στη συνέχεια σε μεγάλο ποσοστό θα παραμείνουν στη χώρα μας, θα ειδικευθούν και θα στελεχώσουν τα δικά μας νοσοκομεία.

Ας μη βιαστούμε να θεωρήσουμε μια τέτοια λύση ως δημογραφική αλλοίωση του ιατρικού σώματος!
Όλοι, όσοι έχουμε εκπαιδευτεί σε χώρες του εξωτερικού, ξέρουμε πόσο μεγάλη είναι η ενσωμάτωση των αλλοδαπών ιατρών στις χώρες που επέλεξαν κι επελέγησαν. Σημαντικό στοιχείο η γνώση της γλώσσας κάθε χώρας, που αποτελεί και το κλειδί της αφομοίωσης τους. Γι’ αυτό και η πρόταση αυτή αφορά σε φοιτητές και μόνο!

 



Είναι εμφανές ότι η οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας ανέτρεψε εκ βάθρων τον ιατρικό χάρτη της χώρας μας.
Η ελάττωση των αποδοχών των νοσοκομειακών ιατρών (κατά προσέγγιση στο 50%) μαζί με τα δομικά και λειτουργικά προβλήματα των νοσοκομείων οδήγησε πολλούς Έλληνες ιατρούς προς την έξοδο από το Εθνικό Σύστημα Υγείας, είτε προς άλλες ευρωπαϊκές χώρες, είτε προς τον ιδιωτικό τομέα.
Τούτο είχε ως συνέπεια τόσο την ποσοτική όσο και την ποιοτική υποβάθμιση της ιατρικής κάλυψης των δημόσιων νοσοκομείων.

Το πρώτο είναι σαφές γιατί αναφέρεται στη σταδιακή δημιουργία κενών θέσεων στις περισσότερες ειδικότητες σε όλα σχεδόν τα νοσοκομεία.
Το δεύτερο θα γίνει κατανοητό αν λάβουμε υπ’ όψη μας ότι η συνεχής αποδυνάμωση του ΕΣΥ από έμπειρους ιατρούς λόγω παραίτησης ή αφυπηρέτησης χωρίς την ομαλή αντικατάσταση τους με νέους, οδήγησε στη δημιουργία ενός ηλικιακού χάσματος, που ουσιαστικά στέρησε τη μεταλαμπάδευση της γνώσης και της εμπειρίας από τους παλαιότερους προς τους νεότερους!

Η πανδημία κατά την τελευταία διετία επιδείνωσε κατά δραματικό τρόπο την κατάσταση αυτή, επιβαρύνοντας υπέρμετρα το ιατρικό έργο, το οποίο όμως άλλαξε χαρακτήρα: τα πιο πολλά νοσοκομεία μας εξελίχθηκαν εκ των πραγμάτων σε νοσοκομεία μιας νόσου (COVID 19)!
Συνέπεια αυτής της αναγκαστικής προσαρμογής σε συνδυασμό με την οικονομική υποβάθμιση του ιατρικού επαγγέλματος είναι πλέον η συνεχής φυγή των αποφοίτων των Ιατρικών Σχολών μας, οι οποίοι αναζητούν νοσοκομεία του εξωτερικού για την ειδίκευση τους, όπου και θα παραμείνουν για να ασκήσουν την ειδικότητα τους.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν υπάρχουν λύσεις για την αναστροφή αυτής της κατάστασης.
Και βέβαια υπάρχουν με τη μόνη προϋπόθεση όλοι, πολιτεία και κοινωνία να είμαστε έτοιμοι να τις αποδεχθούμε.

Οι λύσεις για τα νοσοκομεία

Στη συνέχεια θα απαριθμήσω κάποιες προτάσεις, που πιστεύω ότι μπορούν να βοηθήσουν στη λύση του προβλήματος. Σίγουρα δεν είναι οι μοναδικές ούτε οι καλύτερες. Μαζί με άλλες, που ελπίζω «να πέσουν στο τραπέζι», μπορούμε όλοι μαζί να βρούμε την «έξοδο από αυτό το τούνελ».

Οι λύσεις που προτείνονται μπορούν να διαβαθμιστούν σε άμεσες, ενδιάμεσες και απώτερες.
Στις άμεσες λύσεις η όσο το δυνατό περισσότερη στελέχωση των νοσοκομείων με προσλήψεις ιατρών είναι «εκ των ων ουκ άνευ», όμως η πραγματικότητα είναι ότι προκηρύσσονται θέσεις και δεν υπάρχουν υποψήφιοι!

Ως εκ τούτου η συνεργασία και η μείξη των ιατρών του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα με όρους και κανόνες είναι μια ρεαλιστική λύση (υπάρχουν αναλυτικές εισηγήσεις για το πώς αυτή μπορεί να εφαρμοστεί).
Σε κάθε περίπτωση η άμεση / έμμεση αύξηση των αποδοχών των ιατρών θα αποτελέσει ένα κίνητρο, που θα οδηγήσει και στον επαναπατρισμό κάποιων Ελλήνων ιατρών από το εξωτερικό (ενδιάμεση λύση).

Επειδή όμως η λύση αυτή δεν οδηγεί στη σε βάθος χρόνου δημιουργία δεξαμενής νέων ιατρών, θα πρέπει να ανακαλύψουμε νέες λύσεις, που όμως σε όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι ήδη παλιές και δοκιμασμένες.

Αναφέρομαι απλά στη σύσταση θέσεων αλλοδαπών φοιτητών Ιατρικής, υπότροφων του ελληνικού κράτους, οι οποίοι στη συνέχεια σε μεγάλο ποσοστό θα παραμείνουν στη χώρα μας, θα ειδικευθούν και θα στελεχώσουν τα δικά μας νοσοκομεία.

Ας μη βιαστούμε να θεωρήσουμε μια τέτοια λύση ως δημογραφική αλλοίωση του ιατρικού σώματος!
Όλοι, όσοι έχουμε εκπαιδευτεί σε χώρες του εξωτερικού, ξέρουμε πόσο μεγάλη είναι η ενσωμάτωση των αλλοδαπών ιατρών στις χώρες που επέλεξαν κι επελέγησαν. Σημαντικό στοιχείο η γνώση της γλώσσας κάθε χώρας, που αποτελεί και το κλειδί της αφομοίωσης τους. Γι’ αυτό και η πρόταση αυτή αφορά σε φοιτητές και μόνο!

Είναι εμφανές ότι η οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας ανέτρεψε εκ βάθρων τον ιατρικό χάρτη της χώρας μας.
Η ελάττωση των αποδοχών των νοσοκομειακών ιατρών (κατά προσέγγιση στο 50%) μαζί με τα δομικά και λειτουργικά προβλήματα των νοσοκομείων οδήγησε πολλούς Έλληνες ιατρούς προς την έξοδο από το Εθνικό Σύστημα Υγείας, είτε προς άλλες ευρωπαϊκές χώρες, είτε προς τον ιδιωτικό τομέα.
Τούτο είχε ως συνέπεια τόσο την ποσοτική όσο και την ποιοτική υποβάθμιση της ιατρικής κάλυψης των δημόσιων νοσοκομείων.

Το πρώτο είναι σαφές γιατί αναφέρεται στη σταδιακή δημιουργία κενών θέσεων στις περισσότερες ειδικότητες σε όλα σχεδόν τα νοσοκομεία.
Το δεύτερο θα γίνει κατανοητό αν λάβουμε υπ’ όψη μας ότι η συνεχής αποδυνάμωση του ΕΣΥ από έμπειρους ιατρούς λόγω παραίτησης ή αφυπηρέτησης χωρίς την ομαλή αντικατάσταση τους με νέους, οδήγησε στη δημιουργία ενός ηλικιακού χάσματος, που ουσιαστικά στέρησε τη μεταλαμπάδευση της γνώσης και της εμπειρίας από τους παλαιότερους προς τους νεότερους!

Η πανδημία κατά την τελευταία διετία επιδείνωσε κατά δραματικό τρόπο την κατάσταση αυτή, επιβαρύνοντας υπέρμετρα το ιατρικό έργο, το οποίο όμως άλλαξε χαρακτήρα: τα πιο πολλά νοσοκομεία μας εξελίχθηκαν εκ των πραγμάτων σε νοσοκομεία μιας νόσου (COVID 19)!
Συνέπεια αυτής της αναγκαστικής προσαρμογής σε συνδυασμό με την οικονομική υποβάθμιση του ιατρικού επαγγέλματος είναι πλέον η συνεχής φυγή των αποφοίτων των Ιατρικών Σχολών μας, οι οποίοι αναζητούν νοσοκομεία του εξωτερικού για την ειδίκευση τους, όπου και θα παραμείνουν για να ασκήσουν την ειδικότητα τους.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν υπάρχουν λύσεις για την αναστροφή αυτής της κατάστασης.
Και βέβαια υπάρχουν με τη μόνη προϋπόθεση όλοι, πολιτεία και κοινωνία να είμαστε έτοιμοι να τις αποδεχθούμε.

Οι λύσεις για τα νοσοκομεία

Στη συνέχεια θα απαριθμήσω κάποιες προτάσεις, που πιστεύω ότι μπορούν να βοηθήσουν στη λύση του προβλήματος. Σίγουρα δεν είναι οι μοναδικές ούτε οι καλύτερες. Μαζί με άλλες, που ελπίζω «να πέσουν στο τραπέζι», μπορούμε όλοι μαζί να βρούμε την «έξοδο από αυτό το τούνελ».

Οι λύσεις που προτείνονται μπορούν να διαβαθμιστούν σε άμεσες, ενδιάμεσες και απώτερες.
Στις άμεσες λύσεις η όσο το δυνατό περισσότερη στελέχωση των νοσοκομείων με προσλήψεις ιατρών είναι «εκ των ων ουκ άνευ», όμως η πραγματικότητα είναι ότι προκηρύσσονται θέσεις και δεν υπάρχουν υποψήφιοι!

Ως εκ τούτου η συνεργασία και η μείξη των ιατρών του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα με όρους και κανόνες είναι μια ρεαλιστική λύση (υπάρχουν αναλυτικές εισηγήσεις για το πώς αυτή μπορεί να εφαρμοστεί).
Σε κάθε περίπτωση η άμεση / έμμεση αύξηση των αποδοχών των ιατρών θα αποτελέσει ένα κίνητρο, που θα οδηγήσει και στον επαναπατρισμό κάποιων Ελλήνων ιατρών από το εξωτερικό (ενδιάμεση λύση).

Επειδή όμως η λύση αυτή δεν οδηγεί στη σε βάθος χρόνου δημιουργία δεξαμενής νέων ιατρών, θα πρέπει να ανακαλύψουμε νέες λύσεις, που όμως σε όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι ήδη παλιές και δοκιμασμένες.

Αναφέρομαι απλά στη σύσταση θέσεων αλλοδαπών φοιτητών Ιατρικής, υπότροφων του ελληνικού κράτους, οι οποίοι στη συνέχεια σε μεγάλο ποσοστό θα παραμείνουν στη χώρα μας, θα ειδικευθούν και θα στελεχώσουν τα δικά μας νοσοκομεία.

Ας μη βιαστούμε να θεωρήσουμε μια τέτοια λύση ως δημογραφική αλλοίωση του ιατρικού σώματος!
Όλοι, όσοι έχουμε εκπαιδευτεί σε χώρες του εξωτερικού, ξέρουμε πόσο μεγάλη είναι η ενσωμάτωση των αλλοδαπών ιατρών στις χώρες που επέλεξαν κι επελέγησαν. Σημαντικό στοιχείο η γνώση της γλώσσας κάθε χώρας, που αποτελεί και το κλειδί της αφομοίωσης τους. Γι’ αυτό και η πρόταση αυτή αφορά σε φοιτητές και μόνο!

Τάσος Χατζής
Παιδίατρος – Εντατικολόγος
Μέλος ΔΣ του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΑΣ ΙΑΤΡΟΣ
Περιοδικό Ι.Σ.Α.

Ακολουθήστε μας

FacebookTwitterFlickr
Διαύγεια
Κύλιση στην Αρχή